ἑπτά μ(όνα) (κεράτια) ζ σὺν δ(απάνῃ) (mit B.L. 3, S. 236) → ἑπτά, γί(νεται) (κεράτια) ζ σὺν (τεταρτίων) μ̣[ό(να), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 68 (1988), S. 90, Anm. 56.