→ ἄμισθον ἀναχω]ρ̣ῆσαι (?). Εἰ δὲ [καὶ σὺ ἀ]π̣ο̣βάλῃς με | [ἄνευ καταγνώσ]εως καὶ π[α]ραφρονήσεως | [ἐπὶ τῷ λαβεῖν με] τ̣ὸν μισθὸν τοῦ ἐνιαυτοῦ | [εἰς πλῆρες. Κυρί]α̣ ἡ ὁμολογία κ.τ.λ., P. Heid. 5, S. 161, Anm. 114 und 116, und A. Jördens, mündl.