τοῦ προσκεφαλω̣τικ( ) (καὶ) τοῦ ἐ[ξ]κουβιτου → τῶ (l. τοῦ) προσκεφαλατικ(ίου) (καὶ) τοῦ ἀκκουβίτου (nach einem Photo), J. Gascou, Chr.d’Ég. 58 (1983), S. 232.