ὃ κὤφειλον (l. καὶ ὤφειλον) ὃν δοῦναι ε̣ ι̣[…]. νομισμάτ[ια …]. κ̣ ε̣ ρ̣(άτια) → ο[ὐ]κ̣ ὤφειλον {ον} δοῦναι εἰ [μ]ὴ̣ νομισμάτ[ια δέκ]α κ̣ε̣ρ̣άτ[ια], J. Gascou, Chr.d’Ég. 71 (1996), S. 363 (nach dem Photo).