(καὶ) [ἀ]λ[εῖν] | (καὶ) σπερμ(α)τ(ίζειν?) (Anm. des Ed.) → (καὶ) γ̣ε̣[ωργ(ῶν)] | (καὶ) σπερμ(ά)τ(ων), H. Cadell, Actes XVe Congr. 4 S. 206-213.