εἰς ἀνακάθαρσιν | [τῆς κατὰ τὴν ἐγβατ]η̣ρίαν ὐλ[ύο]ς (= ἰλύος) δὸς | κτλ. Crönert, Lit. Zentralbl. 1907, 1122.