Zu lesen und ergänzen: ἐνάτου μέρος (l. ἔνατον oder l. μέρους?) [ο]ἰκί[ας διστέγου] | [καὶ αὐλῆς ἐκ τοῦ ἀπὸ] νότου μέρος κοινὸν καὶ ἀδιέ[ρετον (l. ἀδιαίρετον) ̣ ̣ ̣ ] | [καὶ τῶν συγκυρόντων π]άντων ἐν τῇ προκειμέ[νῃ κώμῃ] | [ὧν γείτονες νότου π]ρότερον, N. Kruit – B. Muhs – K.A. Worp in: P. Zauzich, S. 368.