Μ]ί[σθω]σ̣ι̣ς̣ πωμαρ(ίου) [γεν]ομέ̣[νη] ὑ[πὸ] τοῦ μεγαλοπρ(επεστάτου) κόμε̣τ[ος …. → → [- - ]. πωμαρ(ίου) | [-]ομ̣…. τοῦ μεγαλοπρ(επεστάτου) κόμ(ιτος) [..]ι̣.η̣.., P. Heid. 5, S. 352, Anm. 8.