[Τῷ δεσπό(τῃ)] ἐμο(ῦ) τῷ πά (ν τ ω ν) θεοφιλ(εστάτῳ) όσιωτ(άτῳ) π (α τ ρ ὶ) Βίκ(τορι) κτλ. Hunt, P. Grenf. II S. 217.