τὸ ὑπάρχον] σοὶ καθαρουργῖον (l. -γεῖον) τόπον → τὸ ὑπάρχο]ν σοὶ καθαρουργ<ε>ῖον (Subst.) τὸ πᾶ̣ν (nach dem Photo), F. Mitthof, Tyche 13 (1998), S. 268.