(καὶ) νεωτέρ(ῳ) Σαμβ(ᾷ) (ὑπέρ) γ [πλοίων] | ἀπερχομμ(ένων) → (καὶ) νεωτέρ(ῳ) α (καὶ) Σαμβ̣ᾶ̣τ̣[ι] ὁ(μοῦ) γ | ἀπερχομμ(ένοις), P. J. Sijpesteijn, Z.P.E. 70 (1987), S. 138 (am Original).