ἀγγῖ(ον) σα[π]ω̣[ν]ί(ου) und εγκατυ̣ρ( ) ist ἐγκατύ̣ρ(ιον) (l. ἐγκατήριον), P. Vindob.Worp 11, Anm. zu Z. 8 u. 10