ῥάχν‵η´ πράσιν‵ο´ (= ῥάχνη πράσινα?, F. Preisigke, Wörterbuch s.v. ῥάχνος) ἔχου(σ.) διλωρ( ) → ῥάχνη πράσινο(ς) ἔχου(σα) διλωρ( ) (vom Adjektiv δίλωρος), J. Diethart, M. Hasitzka, Archiv 43 (1997), S. 400.