Θελαὼ καινʱ͂ς, εἰ μή → Θελαώ. καἰ πʱ͂ς (l. πῶς), εἰ μή und μοι. θαυμάσω → μοι, θαυμάσω, J. Gascou, Chr.d’Ég. 59 (1984), S. 342.