ἐμ(ῷ) λαμπρο (τάτῳ) πα(ν)τιμα(ξίῳ) προσκυ(νητῷ) γ̣ν̣(ησίῳ) [ἀ]δ̣ιλ(φῷ) → ἐμῷ τὰ πά(ντα) λαμπρο-(τάτῳ) πά(σης) τιμῆ(ς) (καὶ) προσκυ(νήσεως) ἀξ(ίῳ) γνη(σίῳ) φίλ(ῳ), P. Oxy. 16. 1841, zu Z. 6.