ὅτι ἐὰν μείνῃ χαμὲ (=χαμαὶ) | [τ]οῦ πιττακίου, ἀνάγκην ἔχει ὁ ἱερεὺς δοῦναι κτλ. W., A VI 295. W., briefl., laut Orig.