ἐπιοφύλ(ακος) (l. ἱππιοφύλαξ ?) → ἐπι<κι>οφύλ(ακος) (l. ἐποικ-), F. Morelli, (Z.P.E. 122) S. 141 unter Ablehnung von ὑδροφύλαξ (vgl. B.L. 2.2, S. 186).