Θαλμό(ου) Μελισ̣τ(ίονος) κὲ Μικρ( ) ἀρο(υρῶν) ξα → Θαλμοῦ με.( ) (l. wohl μεγάλων) ᾽Βτκε μικρ( ) (l. wohl μικρῶν) ᾽Α ϡ ξα, F. Morelli, (Z.P.E. 122) S. 141.