το(ύτων) νό(μισμα) α εὔ(σταθμον) <ἐξ> ἐλ(αίου) ξ(εστῶν) ο → τοῦ νο(μίσματος) α εὐ(στάθμου) ἐλ(αίου) ξ(έσται) ο, F. Morelli, (Z.P.E. 122) S. 143.