σίτ(ου) ἀρ(ταβῶν) διαφ(όρων) κτημάτ(ων) σίτ(ου) ἀρ(ταβῶν) → σιτυρ(ῶν) (l. σιδηρῶν) διαφ(όρων) κτημάτ(ων) σιτυρ(ῶν) (l. σιδηρῶν) λί(τραι), F. Morelli, (Z.P.E. 122) S. 142.