πλινθ(ουργῶν) Θαλμόο(υ) (ἀρτάβαι) γ → πλινθ( ) (l. πλινθ(ουργῶν) oder eher πλίνθ(ων)) Θαλμόο(υ) (μυριάδων) γ, F. Morelli, (Z.P.E. 122) S. 142.