κανόνος {δευτ̣[έ]ρ̣[ας]} | δευτέρας ἰνδ(ικτίονος) → κανόνος δευτ̣[έ]ρ̣[ου], | δευτέρας ἰνδ(ικτίονος), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 248, Anm. 209.