μον(αστήριον) Ταψ̣ηνίου oder Ταφ̣ηνίου (B.L. 6, S. 179) → μον(αστήριον) Πα̣φηνίου (am Original), G. Messeri, R. Pintaudi, Z.P.E. 122 (1998), S. 128.
μον(αστήριον) Ταψ̣ηνίου oder Ταφ̣ηνίου (B.L. 6, S. 179) → μον(αστήριον) Πα̣φηνίου (am Original), G. Messeri, R. Pintaudi, Z.P.E. 122 (1998), S. 128.