[διὰ] τὴν λύπην ἀϊδίζετε ( = ἀηδίζεται). ἔπιδε Πακλέαν νυκτὸς καὶ ἡμέρ[ας – Πα]κλέει, ὅτι, Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 54 (1934), S. 1343.