τεύτερ(ος) (l. δεύτερος) → wohl τευτερ(άριος) (l. δευτεράριος); δευτεράριος μειζότερος ist ,,senior assistent", W. Brashear, Z.P.E. 56 (1984), S. 61-63.
Weitere identifier und Links: TM 35867 = p.rain.cent;;159 = HGV 35867
τεύτερ(ος) (l. δεύτερος) → wohl τευτερ(άριος) (l. δευτεράριος); δευτεράριος μειζότερος ist ,,senior assistent", W. Brashear, Z.P.E. 56 (1984), S. 61-63.