κοπρ(ίας) ιε ἰν(δικτίονος) (ὑπὲρ) καταβάλλ(ειν) → κο..( ) (viell. κοιν̣(οῦ)) ιε ἰνδ(ικτίονος) καταβαλ-λ(ομένου) (nach dem Photo), A. Jördens, Gnomon 63 (1991), S. 325.