Die Erg. ἓξ ἥμισυ] → [κεράτια δύο ἥμισυ τρίτον, γί(νεται) ὁμοῦ χρ(υσοῦ) κ(εράτια)], P.J. Sijpesteijn, Aeg. 71 (1991), S. 50.