Πτολ[ε]|μ̣ε͂νος σι( ) κ[ | ῾Εκάτω̣ν ευδευκα̣τασι( ) σίτου [ → wohl Πτολ[ε]|μ̣ε͂νος σί(του) κ[αθαροῦ ἀρτάβας] | ἑκατὸ̣ν ἐυδεύκο̣τα (l. ὀγδοήκοντα), γ̣ί(νονται) σίτου [καθ(αροῦ) (ἀρτ.) ρπ] (am Original), D. Hagedorn, K.A. Worp, Z.P.E. 67 (1987), S. 100-101.