Erg. εὔχομαι τὸν παν]|τωκράτωρα θεὼν (l. παντοκράτορα θεὸν) [ὅπως oder ἵνα; vor εὔχομαι viell. noch πρὸ μὲν πάντων, N. Gonis, Z.P.E. 119 (1997), S. 144-145.