μετὰ υβ̣.. ἐμὲ ἐπὶ δηπάνη ἀδιγούμεθα → μετὰ υ.( ) (l. viell. υἱ̣(ῶν)) δι᾽ ἐμὲ ἐπιδὴ πάνη ἀδιγούμεθα (l. ἐπειδὴ πάνυ ἀδικούμεθα) (am Original), P.J. Sijpesteijn, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 68 (1987), S. 148.