περισκά ψι]ν, l. περισκα᾽ψειν (B.L. 8, S. 200) → περίσκαψι]ν, G. Husson, C.R.I.P.E.L. 9 (1987), S. 91-92, Anm. zu Z. 8 und S. 93, Addendum.