παρ[ὰ σοῦ ± 20] | (τάλαντα) η ναυλωτικῆς → παρ[ὰ σοῦ τὰ λοιπὰ νομίσματα oder κεράτια. Κυρία] | ἡ ναυλωτικὴ κ[αί], P.J. Sijpesteijn, K.A. Worp, Z.P.E. 29 (1978), S. 270.