ἔχι (l. ἔστι) εὐγενέστατος → ἔχι (l. ἔχει) εὐγενεστάτος (l. εὐγενεστάτως), T. Hägg, Z.P.E. 54 (1984), S. 111.
Weitere identifier und Links: TM 34797 = sb;14;11957 = HGV 34797
ἔχι (l. ἔστι) εὐγενέστατος → ἔχι (l. ἔχει) εὐγενεστάτος (l. εὐγενεστάτως), T. Hägg, Z.P.E. 54 (1984), S. 111.