† Τῶ; μ(ε)τ(ὰ) θε(ὸ)ν ἀγαθῷ μ̣ο̣υ̣ [δ]εσπ(ότῃ) τῷ πανευ̣(φήμῳ) κ(αὶ) θεοφυλάκ(τῳ) Κύ†/ρῳ | παρὰ κτλ. Nicole, Add. S. 36. W., A III 384.