]ν̣ κατοικ( ) Τερτενβῦθεως → κωμ]ω̣κατοίκ(ων) Τερτονβύθεως (am Original, zugestimmt von J.M. Diethart), P. Sorb. 2. 69, 48; zu κωμοκατοίκων vgl. P. Sorb. 2. 69, S. 43-50.