Καί[σαρος | ] ̣ ̣ώνιος → Καί[σαρος Τίτου | Αἰλίου Ἁδριανοῦ Ἀντωνίνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς Παχὼν ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ] ̣ ̣ωνιος, Mitteis, Chrest. 240.