-]|μέον̣ος ὑγιένοντό̣ς̣ σου ἀπ̣ο̣λ̣[ → εὔχο]|με ὅπ̣ω̣ς ὑγιαίνοντός σου άπολ[άβῃς, P. Wash.Univ. 2, S. 244.