ταυρικῷ ἐγὼ σοι | νέβ̣αλον (= συνέβαλον), καὶ οὐ σοινέθετο | σύνφωνα ἐργάσασται, ἀλλὰ κτλ. W., A III 402. εργασαστο Nicole, Add. S. 41.