κινδύνωι ἢ κα|τὰ χρώ̣μ̣α̣τός τ̣ινος (B.L. 6) → κινδύνωι {η} κα|ταχρώ̣μ̣α̣τός τ̣ινος, E. Wipszycka, J.Jur.P. 18 (1974), S. 211.