ὥστε πρᾶσ<αί με> [ἐ]κεῖ ὀλ(ύρας) (ἀρτάβας) ρ̄λ̄· ἐνέτ<ειλα> οὖν Δείῳ τῷ συνε<σταμένῳ> μου, ἵνα, Karl Fr. W. Schmidt, Göttingische Gel. Anz. 197 (1935), S. 316.