Αὐρηλίας [᾽Αρτέμιτος ]|[ ]ξ….. τ̣η̣ ᾽Αρ[σινο-ίτου(?) ]|[ ]μερί̣δ̣ι το.. Δ̣ι̣ο̣σκόρουα[ ]| [ ]α … Αὐρηλιο[ ] | [ἐκ πλήρους διὰ χειρὸς] ἐ̣ξ̣ ο̣ἴ̣κ̣ο̣υ̣ [καὶ πα]ρέξεται αὐτῇ κτλ. Jouguet, P. Thead. 1, 3 Pr. Hunt, GgA. 1897, 458. Lesung unsicher. Hunt, GgA. 1897, 458.