] ̣ ̣ ̣αρου χειρ̣η̣άρχου → [ἐπάρχου Αἰγύπτου διὰ Κοκκηίου] Ο̣ὐ̣άρ̣ου χειλη̣άρχου, Wilcken, Chrest. 460.