ἐπιτεταγμένου ἐπί|ξει (l. ἐπείξει) θυρώ̣νων: ,,Dekoraufseher"; vgl. P. Oxy. 12. 1469, 7: ὁ τῇ ἐπίξει τῶν χωμά-των ἐπικείμενος, P. van Minnen.