ἰδάρχων, ἰσ[ο]πολῖτ[α], | άγνοὶ πιστοὶ σύνδικοι, άγνοὶ πιστοὶ σ̣τ̣ρ̣α̣τ̣[ηγο]ί, ἰς ὥρας κτλ. Grenfell, briefl.