λείπο[υ]σιν μό(διοι) η̄, [(ὧν)] οἱ η̄ […..], (= Name) (ἑκατοντάρχῳ), [οἱ ε̄ Name und Charge]; λείπειν = fehlen, Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 61 (1941), S. 85.