πέντους (l. πένθους) πάν|των αἵ̣ν̣κε (l. ἕνεκε) τοῦ, ,,the sorrow which took hold of all because of" → πέντους (l. πένθους) πάν|των ἀν̣ικέτου (l. ἀνικήτου) <τοῦ >, ,,der durch nichts zu überwindenden Trauer um", K.A. Worp, Tyche 5 (1990), S. 179-180.