᾽Α̣μμ̣[ώνιος (?)] ξυστοφο̣. . . → ᾽Α̣μμ̣[ώνιο]ς̣ ξυστάρχης (nach dem Photo), R.W. Daniel, B.A.S.P. 16 (1979), S. 39-40.