] . [ . ] . σ̣θεν πρ̣οφερε[ . ] . [ ..... ]εσθαι → ἃς κ]α̣ὶ̣ [ἐν]τ̣ε̣ῦ̣θεν προφέρε[τ]α̣[ι ἀποχαρίζ]εσθαι, P. Oxy. 51. 3638, zu Z. 16-17.