α (= μοναρτάβου oder μοναρταβίας) δ. ʃ → ἀ(νὰ) (πυροῦ ἀρτάβας) δ (= 2/3) (nach dem Photo), R. Pintaudi, Z.P.E. 96 (1993), S. 125, Anm. 1.