εἰς λόγου̣ [ς] | δψωνίου ἐπὶ λόγου ὑπ(ὲρ) δ̣ [(ἔτους)] | δραχμὰς κτλ. W., A III 124. Crönert, Stud. Pal. IV S. 88, hält an λόγον fest.